- δετῷ
- δετόςthat may be boundmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιονοδετώ — ναυτ. περιστρέφω αλυσίδα ή παλαμάρι σε κιονίσκο πλοίου, κν. δένω στην μπίντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + δετῶ (< δέτης < δέω (II) «δένω»), πρβλ. αγκυρο δετώ, βιβλιο δετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek
σκυροδετώ — και σκιροδετώ και σκιρροδετώ Ν χρησιμοποιώ σκυρόδεμα στην κατασκευή δομικού έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο* / σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + δετώ (< δέτης < δέω «δένω»), πρβλ. βιβλίο δετώ] … Dictionary of Greek
σπογγοδετώ — έω, Α επιδένω σπόγγο στο μάτι κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + δετῶ (< δέτης < δέω), πρβλ. σίδηρο δετῶ] … Dictionary of Greek
ουροδετώ — έω ναυτ. δένω με ουρόδεσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρά + δετώ (< δέτης < δένω). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναντικόν Ονοματολόγιον] … Dictionary of Greek
πρυμνοδετώ — έω, Ν (σχετικά με πλοίο) δένω από την πρύμνη στην ακτή ή σε άλλο πλοίο με την πρυμάτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + δετῶ (< δέτης < δένω)] … Dictionary of Greek